- απροσκάλεστος
- η , ο , απρόσκλητος, η , ο [ος , ον ] незвёный, непрошеный, неприглашённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσκάλεστος — η, ο ο απρόσκλητος … Dictionary of Greek
απρόσκλητος — απρόσκλητος, η, ο και απροσκάλεστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσκλήθηκε, ακάλεστος: Απροσκάλεστος δεν πηγαίνει κανείς σε γάμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκλητος — η, ο (Α ἄκλητος, ον) αυτός που δεν τόν κάλεσαν, ο απροσκάλεστος, απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλητὸς < καλῶ] … Dictionary of Greek
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek